- αζωτικός
- η , ό азотный;
αζωτικό οξύ — азотная кислота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αζωτικό οξύ — азотная кислота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αζωτικός — ή, ό [άζωτο] ο αζωτούχος* … Dictionary of Greek
βροντώδης υδράργυρος — Βροντώδες άλας. Οι χημικές αντιδράσεις για την παρασκευή του β.υ. είναι πολύπλοκες· ξεκινούν από την οξείδωση της αιθυλικής αλκοόλης που σχηματίζει ακεταλδεΰδη και καταλήγουν στον σχηματισμό HON=C, που είναι εξαιρετικά ασταθής ένωση και, αν… … Dictionary of Greek